κοπέας

κοπέας
ο (Α κοπεύς, -έως) [κοπή]
1. αυτός που κόβει κάτι
2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι
αρχ.
1. ξυλουργός
2. ελαιοτρίβης
3. η σμίλη τού λιθοξόου, το γλύφανο τού γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπέας — κοπέᾱς , κοπεύς one who brays masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπεύς — κοπεύς, έως, ὁ (Α) βλ. κοπέας …   Dictionary of Greek

  • κόφτης — και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα 1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων 2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας 3. κόλακας 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”